- ἄλουα
- ἄλουα· κῆποι (Cypr.), Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
славянин — мн. славяне, укр. слав᾽янин (Шевченко), др. русск. словѣне – название вост. слав. племени близ Новгорода (Пов. врем. лет, РП; см. Карский, РП 92), словяне, ст. слав. словѣне, словѣньскъ – в отношении к слав. племени близ Салоß ник (Жит. Конст.;… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
αλωή — ἀλωή, η (Α) (επικός και μεταγενέστερος τύπος ἀλωά, πρβλ. αττ. τύπο ἅλως) 1. το αλώνι 2. έκταση φυτεμένη με αμπέλια, αμπελώνας 3. οποιαδήποτε καλλιεργημένη έκταση, κήπος, φυτεία 4. φωτεινός κύκλος γύρω από τον ήλιο ή το φεγγάρι, «άλως», «αλώνι» 5 … Dictionary of Greek
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek
Φιγκαρό, Λε- — (Figaro, Le ). Γαλλική ημερήσια εφημερίδα που εκδίδεται στο Παρίσι και έχει παγκόσμια κυκλοφορία. Ιδρύθηκε το 1825 από τον Μ. Αλουά ως εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα και το 1866 έγινε πολιτική και ημερήσια. Με μοναρχικές τάσεις μετά τον πόλεμο… … Dictionary of Greek